ακαβούρδιστος

ακαβούρδιστος
και ακαβούρντιστος, -η, -ο [καβουρδίζω]
αυτός που δεν έχει καβουρδιστεί ή καβουρδίστηκε ανεπαρκώς, άφρυκτος, άψητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακαβούρδιστος — ακαβούρδιστος, η, ο και ακαβούρντιστος, η, ο αυτός που δεν καβουρντίστηκε καλά ή καθόλου, άψητος: Άφησες τον καφέ ακαβούρντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοκκίνιστος — ακοκκίνιστος, η, ο και ακοκκίνιγος, η, ο 1. αυτός που δε βάφτηκε με κόκκινο χρώμα: Εκείνο το Πάσχα κόκκινη μπογιά δεν υπήρχε, και τα αβγά έμειναν ακοκκίνιστα. 2. αυτός που δεν κοκκινίζει, ο αδιάντροπος: Όσα και να του λεγες δεν τον ένοιαζε· ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”